αλήτης

αλήτης
ο
θηλ. -ισσα αυτός που περιπλανιέται άσκοπα, αυτός που δεν έχει κατοικία και δουλειά: Τον έλεγαν αλήτη, αλλά δεν ήταν, γιατί ζητούσε δουλειά, μα δεν έβρισκε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ἀλήτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήτης — wanderer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλήτης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Οικιστής της Κορίνθου, αρχηγός των Δωριέων που κατέλαβαν την πόλη από τους Σισυφίδες, και κατά μία παράδοση απόγονος των Φοινίκων μυθικών ηρώων που ονομάζονταν Τιτάνες ή Αλήται. Ήταν γιος του Ιππότη, τρισέγγονου του …   Dictionary of Greek

  • ἀλᾶτα — ἀλήτης wanderer masc voc sg (doric) ἀλήτης wanderer masc nom sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλῆτα — ἀλήτης wanderer masc voc sg ἀλήτης wanderer masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄλητα — Ἀλήτης masc voc sg Ἀλήτης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλητῶν — Ἀλήτης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλήταις — Ἀλήτης masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήταις — ἀλήτης wanderer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλήτην — Ἀλήτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”